- κυματόμετρο
- το(τεχνολ.-ωκεαν.) όργανο μέτρησης τών διαφόρων στοιχείων τών κυμάτων τού ωκεανού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
αρμονικές ταλαντώσεις — Ημιτονοειδή περιοδικά μεγέθη με περίοδο ίση προς το υποπολλαπλάσιο της περιόδου ενός ομοειδούς μεγέθους το οποίο λαμβάνεται ως θεμελιώδης ταλάντωση. Τα σύνθετα περιοδικά φαινόμενα, όπως ένας μη απλός ήχος ή μια φωτεινή κύμανση μη μονοχρωματική,… … Dictionary of Greek